Σιβηρία, η, ουσ. [ίσως από το Sibir (= όνομα ταταρικού λαού)], η
Σιβηρία· δωμάτιο, χώρος ή τόπος όπου επικρατεί δριμύτατο ψύχος: «το σπίτι δεν
είχε θέρμανση και μόλις μπήκαμε μέσα ήταν Σιβηρία || στο Νευροκόπι κάθε χειμώνα
είναι Σιβηρία». Συνών. Αλάσκα·
-
θα σε στείλω (στην) Σιβηρία, απειλητική προειδοποίηση σε κάποιον, ιδίως
σε δημόσιο υπάλληλο και πιο σπάνια σε στρατιωτικό, πως θα τον μεταθέσω σε πολύ
απομακρυσμένο τόπο, σε πολύ απομακρυσμένη περιοχή: «αν σε ξαναπιάσω να κάνεις
κοπάνα, θα σε στείλω Σιβηρία». Από το ότι η Σιβηρία αποτελεί την πιο
απομακρυσμένη επαρχία της Ρωσίας, όπου στέλνονταν κατάδικοι να εκτίσουν την
ποινή τους ή εξορία οι ανεπιθύμητοι της τσαρικής Ρωσίας ή του σοβιετικού
καθεστώτος· βλ. και φρ. θα σε στείλω εξορία στον Έβρο, λ. εξορία.